- δεκάδραχμος
- -η, -ο (Α δεκάδραχμος, -ον)αυτός που έχει αξία δέκα δραχμώννεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το δεκάδραχμομεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα δραχμών, δεκάρικοαρχ.το αρσ. ως ουσ. ο δεκάδραχμοςφορολογούμενος που πληρώνει ως φόρο δέκα δραχμές.
Dictionary of Greek. 2013.